προσεταιριστός

προσεταιριστός
προσεταιρ-ιστός, όν,
A joined with as a companion, attached to the same ἑταιρεία or club,

ὁπλῖται Th.8.100

: as Subst., D.C.42.51.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσεταιριστός — ον, Α [προσεταιρίζομαι] 1. αυτός που συμμετέχει σε ομάδα ως εταίρος, ως σύντροφος, ο εθελοντής («προσεταιριστοὺς ὁπλίτας», Θουκ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσεταιριστός ο εταίρος, ο σύντροφος («τῶν προσεταιριστῶν καὶ συναγωνιστῶν», Δίων. Κάσσ.) …   Dictionary of Greek

  • προσεταίριστος — ον, Α [προσεταιρίζομαι] αυτός τον οποίο έχει προσεταιριστεί κάποιος, εταίρος, σύντροφος …   Dictionary of Greek

  • προσεταιριστούς — προσεταιριστός joined with as a companion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσεταιριστῶν — προσεταιριστός joined with as a companion masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”